- γεωργῇ
- γεωργέωto be a husbandmanpres subj mp 2nd sgγεωργέωto be a husbandmanpres ind mp 2nd sgγεωργέωto be a husbandmanpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βάρβογλης — Επώνυμο πελοποννησιακής οικογένειας, με ενεργό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, που καταγόταν από τις Σέρρες. 1. Γεώργιος. Προεστός της Τρίπολης, γενάρχης της οικογένειας των Βαρβογλαίων της Τρίπολης. Ονομαζόταν και Μπάρμπογλους. Είχε έρθει από τις … Dictionary of Greek